φαρφουρένιος, -ια, -ιο

φαρφουρένιος, -ια, -ιο
ο κατασκευασμένος από φαρφουρί (βλ. λ.), από λεπτή πορσελάνη, ο πορσελάνινος: Φαρφουρένιο βάζο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαρφουρένιος — α, ο, Ν 1. κατασκευασμένος από φαρφουρί 2. μτφ. αυτός που έχει την χροιά φαρφουριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρφουρί + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”